τριγύρω
(επίρρ.)
τριγύρω
[triˈʝiro]
Σινασσ.
τρουγιούρ’
[truˈʝur]
Ανακ.
τρουγούρ'
[truˈɣur]
Τζαλ.
Μεσν. επίρρ. τριγύρω.
Τριγύρω
ό.π.τ.
:
Δώσ’ με χιλιούς εμbρός και χίλιους αποπίσω, και δύο χιλιάδες τριγύρω, τον Κωσταντή να φέρω
(δώσε μου χίλιους μπροστά και χίλιους πίσω και δύο χιλιάδες τριγύρω για να φέρω τον Κωνσταντή)
-Lag.