ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τριγύρω (επίρρ.) τριγύρω [triˈʝiro] Σινασσ. τρουγιούρ’ [truˈʝur] Ανακ. τρουγούρ' [truˈɣur] Τζαλ. Μεσν. επίρρ. τριγύρω.
Τριγύρω ό.π.τ. : Δώσ’ με χιλιούς εμbρός και χίλιους αποπίσω, και δύο χιλιάδες τριγύρω, τον Κωσταντή να φέρω (δώσε μου χίλιους μπροστά και χίλιους πίσω και δύο χιλιάδες τριγύρω για να φέρω τον Κωνσταντή) -Lag.