τριβολίζω
(ρ.)
τριβολίζω
[trivoˈlizo]
Αξ., Μαλακ., Φλογ.
τριβολίζου
[trivoˈlizu]
Μισθ.
Από το α΄ συνθ. τρι- και βολίζω αναλογ. προς το διβολίζω.