ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τρίκι (αριθμ.) τρίκι [ˈtrici] Φάρασ. τρίτσι [ˈtritsi] Ανακ. τρίτσ̑ι [ˈtritʃi] Μαλακ., Φάρασ., Φλογ. τρίdζι [tridzi] Μαλακ., Φάρασ. τρίκιμο [ˈtricimo] Φάρασ. Πεποιημένη λέξη, από το αριθμ. τρία αναλογ. προς το αριθμ. δίκι/δίτσ͂ι (βλ. λ. δίκι), το οπ. εκφέρεται κατά το σχήματα ταυτολογίας σε λάχνισμα.
Λέξη που σε λάχνισμα στη θέση του αριθμού τρἰα ό.π.τ.