τρίκι
(αριθμ.)
τρίκι
[ˈtrici]
Φάρασ.
τρίτσι
[ˈtritsi]
Ανακ.
τρίτσ̑ι
[ˈtritʃi]
Μαλακ., Φάρασ., Φλογ.
τρίdζι
[tridzi]
Μαλακ., Φάρασ.
τρίκιμο
[ˈtricimo]
Φάρασ.
Πεποιημένη λέξη, από το αριθμ. τρία αναλογ. προς το αριθμ. δίκι/δίτσ͂ι (βλ. λ. δίκι), το οπ. εκφέρεται κατά το σχήματα ταυτολογίας σε λάχνισμα.
Λέξη που σε λάχνισμα στη θέση του αριθμού τρἰα
ό.π.τ.