τρίχα
(ουσ. θηλ.)
τρίχα
[ˈtrixa]
Καρατζάβ., Σίλ.
Μεσν. ουσ. τρίχα, το οπ. από το αρχ. ουσ. θρίξ, γεν. τριχός.
2. Στον πληθ., γίδια
Καρατζάβ.