ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τρίχα (ουσ. θηλ.) τρίχα [ˈtrixa] Καρατζάβ., Σίλ. Μεσν. ουσ. τρίχα, το οπ. από το αρχ. ουσ. θρίξ, γεν. τριχός.
1. Τρίχα ανθρώπου ή ζώου ό.π.τ. : ’ρώ το σκοινί είναι οπ’ τσ̑ην τρίχα (αυτό εδώ το σκοινί είναι από τρίχα ζώου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. κίλι, ίνα, τσάρι
2. Στον πληθ., γίδια Καρατζάβ.