τσάρι (I)
(ουσ. ουδ.)
τσάρι
[ˈtsari]
Σατ., Σινασσ., Φάρασ.
τσ̑άριν
[ˈtʃarin]
Φάρασ.
τσαρ'
[tsar]
Τσουχούρ.
Πληθ.
τσάρε
[ˈtsare]
Φάρασ.
Θηλ.
τσ̑άρα
[ˈtʃara]
Φάρασ.
Aπό το παλαιότ. τουρκ. (< αραβ.) ουσ. şaˈr = τρίχα (Redhouse).
Τρίχα
ό.π.τ.
:
Ταύρησεν στο βράδι του αν τσάρι
(τράβηξε από την ουρά του μιά τρίχα)
Σατ.
-Παπαδ.
Σηκώθαν του γουργουρού του τα τσάρε
(Σηκώθηκαν οι τρίχες του λαιμού του, της χαίτης του)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Μαμούκα, έζ αδέ αν άσπρον τσάρι· νάν ντα κόψω
(Γιαγιάκα, έχεις εδώ μιά άσπρη τρίχα· θα την κόψω)
Φάρασ.
-Dawk.
Αν τσαρ’ τζ̑’ είσ̑ιν σο γαφά του, ήτουν κ͑άλη ’ναίκα
(Δεν είχε μία τρία στο κεφάλι της, ήταν καραφλή η γυναίκα)
Τσουχούρ.
-VLACH
|| Φρ.
Αλεκοντέ τσάρι ποίτσ̑ες τα α μέγα καμήλι
(Μια τόσο μικρή τρίχα την έκανες μιά μεγάλη καμήλα˙ έκανες την τρίχα τριχιά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τό 'ργο ένι 'ς εν τσ̑άριν πάνου
(Η πράξη είναι πάνω σε μιά τρίχα˙ Η επιτυχία αυτής της πράξης κρέμεται σε μιά κλωστή)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Συνών.
κίλι, ίνα