ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσάρι (I) (ουσ. ουδ.) τσάρι [ˈtsari] Σατ., Σινασσ., Φάρασ. τσ̑άριν [ˈtʃarin] Φάρασ. τσαρ' [tsar] Τσουχούρ. Πληθ. τσάρε [ˈtsare] Φάρασ. Θηλ. τσ̑άρα [ˈtʃara] Φάρασ. Aπό το παλαιότ. τουρκ. (< αραβ.) ουσ. şaˈr = τρίχα (Redhouse).
Τρίχα ό.π.τ. : Ταύρησεν στο βράδι του αν τσάρι (τράβηξε από την ουρά του μιά τρίχα) Σατ. -Παπαδ. Σηκώθαν του γουργουρού του τα τσάρε (Σηκώθηκαν οι τρίχες του λαιμού του, της χαίτης του) Φάρασ. -Παπαδ. Μαμούκα, έζ αδέ αν άσπρον τσάρι· νάν ντα κόψω (Γιαγιάκα, έχεις εδώ μιά άσπρη τρίχα· θα την κόψω) Φάρασ. -Dawk. Αν τσαρ’ τζ̑’ είσ̑ιν σο γαφά του, ήτουν κ͑άλη ’ναίκα (Δεν είχε μία τρία στο κεφάλι της, ήταν καραφλή η γυναίκα) Τσουχούρ. -VLACH || Φρ. Αλεκοντέ τσάρι ποίτσ̑ες τα α μέγα καμήλι (Μια τόσο μικρή τρίχα την έκανες μιά μεγάλη καμήλα˙ έκανες την τρίχα τριχιά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τό 'ργο ένι 'ς εν τσ̑άριν πάνου (Η πράξη είναι πάνω σε μιά τρίχα˙ Η επιτυχία αυτής της πράξης κρέμεται σε μιά κλωστή) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. κίλι, ίνα