ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαπχίν (επίθ.) τσ̑απκίν [tʃapˈcin] Μισθ. τσ̑απχίν [tʃaˈpçin] Φάρασ. τ͑σ̑απ͑χούνι [tʰʃaˈpʰçuni] Φάρασ. τ͑σ̑απ͑χούν’ [tʰʃaˈpʰçun] Φάρασ. σαχπούν [saxˈpun] Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. çapkın = α) ναζιάρης β) διαλεκτ., εριστικός γ) γυναικάς δ) άτακτος, παιχνιδιάρης, όπου και παλ. τουρκ. τύπ. çapġun και çapḳun.
1. Δύστροπος, κακομαθημένος Φάρασ. Συνών. γρουσούζης :2, λέπρος :2, μισκίνης :3, χουισούζ
2. Τσαχπίνης, ναζιάρης Μισθ. Συνών. ναζλούς :1
3. Γυναικάς, που με διάφορες κινήσεις και νάζια προσπαθεί να προκαλέσει το ενδιαφέρον των γυναικών