τσαπχίν
(επίθ.)
τσ̑απκίν
[tʃapˈcin]
Μισθ.
τσ̑απχίν
[tʃaˈpçin]
Φάρασ.
τ͑σ̑απ͑χούνι
[tʰʃaˈpʰçuni]
Φάρασ.
τ͑σ̑απ͑χούν’
[tʰʃaˈpʰçun]
Φάρασ.
σαχπούν
[saxˈpun]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. çapkın = α) ναζιάρης β) διαλεκτ., εριστικός γ) γυναικάς δ) άτακτος, παιχνιδιάρης, όπου και παλ. τουρκ. τύπ. çapġun και çapḳun.
3. Γυναικάς, που με διάφορες κινήσεις και νάζια προσπαθεί να προκαλέσει το ενδιαφέρον των γυναικών