ναζλούς
(επίθ.)
ναζλούς
[nazˈlus]
Φάρασ.
Θηλ.
ναζλούσα
[nazˈlusa]
Φάρασ.
ναζλού
[nazˈlu]
Σίλατ.
Από το τουρκ. επίθ. nazlı = ναζιάρης.
2. H λ. ως κύριο όν. γυναικών
Σίλατ.