ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ναζλούς (επίθ.) ναζλούς [nazˈlus] Φάρασ. Θηλ. ναζλούσα [nazˈlusa] Φάρασ. ναζλού [nazˈlu] Σίλατ. Από το τουρκ. επίθ. nazlı = ναζιάρης.
1. Ναζιάρης ό.π.τ. Συνών. τσαπχίν :2
2. H λ. ως κύριο όν. γυναικών Σίλατ.