ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ναμάζι (ουσ. ουδ.) ναμάζι [naˈmazi] Αραβ., Σίλ., Φάρασ. ναμάζ' [naˈmaz] Αξ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. Από το νεότ. ουσ. ναμάζι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. namaz = α) τελετουργική λατρεία β) προσευχή.
Μουσουλμανική προσευχή ό.π.τ. : Τό 'να qι̂́λντανεν ναμάζ' (Ένας έκανε την προσευχή του) Φλογ. -Dawk. Κάθι χρόνους, κάτ’ ’ναι νίσκιτι παναΰρι ντου, σε νἄρτουμ’ τρεις ντεντέροι σε ποίσουμι ναμάζι μας (Κάθε χρόνο, όταν γίνεται το πανηγύρι του (ενν. του Αγ. Χαρίτωνα) θα ερχόμαστε τρεις γέροντες να κάνουμε την προσευχή μας) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ4