νανουδίζω
(ρ.)
νανουδίζου
[nanuʹðizu]
Φάρασ.
Από το ουσ. νανούδι και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Αποκοιμίζω στην κούνια
2. Νανουρίζω
Τροποποιήθηκε: 26/08/2025