νασίρ
(ουσ.)
νασι̂́ρ
[naˈsɯr]
Μαλακ.
νασούρ
[naˈsur]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. nasır (< αραβ. nāsūr) = κάλος.
Κάλος
ό.π.τ.