νατζάκ
(ουσ. ουδ.)
νατζ̑άκ
[na'ʤak]
Ουλαγ.
νατσ̑άχ
[naˈtʃax]
Σινασσ.
ανατζ̑άχ
[anaˈdʒax]
Αραβαν., Σινασσ.
ανατσάχ
[anaˈtsax]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. nacak = τσεκούρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. anaçak.
Μικρό τσεκούρι
ό.π.τ.
:
Πήρε το γαϊdούρ’ ένα ανατζ̑άχ κι ένα κενdίρ' ράμμα και φέρισ̑κε ξ̑ύλα
(Πήρε το γαϊδούρι, ένα τσεκούρι και ένα σχοινί και έφερνε ξύλα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τροποποιήθηκε: 15/10/2025