ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νατζάκ (ουσ. ουδ.) νατζ̑άκ [na'ʤak] Ουλαγ. ανατζ̑άχ [anaˈdʒax] Αραβαν., Σινασσ. ανατσάχ [anaˈtsax] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. nacak = τσεκούρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. anaçak.
Μικρό τσεκούρι ό.π.τ. : Πήρε το γαϊdούρ’ ένα αναdζ̑άχ κι ένα κενdίρ ράμμα και […] φέρισ̑κε ξ̑ύλα (Πήρε το γαϊδούρι, ένα τσεκούρι και ένα σχοινί και […] έφερε ξύλα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.