ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νατζάκ (ουσ. ουδ.) ναdζ̑άκ [na'ʤak] Ουλαγ. νατσ̑άχ [naˈtʃax] Σινασσ. αναdζ̑άχ [anaˈdʒax] Αραβαν., Σινασσ. ανατσάχ [anaˈtsax] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. nacak = τσεκούρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. anaçak.
Μικρό τσεκούρι ό.π.τ. : Πήρε το γαϊdούρ’ ένα αναdζ̑άχ κι ένα κενdίρ' ράμμα και φέρισ̑κε ξ̑ύλα (Πήρε το γαϊδούρι, ένα τσεκούρι και ένα σχοινί και έφερνε ξύλα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
Τροποποιήθηκε: 09/09/2025