νατζάκ
(ουσ. ουδ.)
νατζ̑άκ
[na'ʤak]
Ουλαγ.
ανατζ̑άχ
[anaˈdʒax]
Αραβαν., Σινασσ.
ανατσάχ
[anaˈtsax]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. nacak = τσεκούρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. anaçak.
Μικρό τσεκούρι
ό.π.τ.
:
Πήρε το γαϊdούρ’ ένα αναdζ̑άχ κι ένα κενdίρ ράμμα και […] φέρισ̑κε ξ̑ύλα
(Πήρε το γαϊδούρι, ένα τσεκούρι και ένα σχοινί και […] έφερε ξύλα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.