πελεκαδόκκο
(ουσ. ουδ.)
πελεκαδόκκο
[pelekaˈðoko]
Φάρασ.
Από το ουσ. πελεκάδι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Τσεκουράκι
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025