ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πελεκώ (ρ.) πελεκώ [peleˈko] Σινασσ. πελεκίζω [peleˈcizo] Σινασσ. Αόρ. πελέκ'σα [peˈleksa] Αξ., Φάρασ. Μτχ. πελεκισμένο [peleciˈzmeno] Φκόσ. Από το αρχ. ρ. πελεκῶ. Το μεταγν. πελεκίζω (μαρτυρείται με τη σημ. ‘αποκόπτω με τσεκούρι’, η σημ. ‘πελεκώ" είναι νεότ.) με μεταπλ. με βάση το θ. του αορ.
Επεξεργάζομαι κάτι (συνήθως ξύλο) αφαιρώντας του κομμάτια με πελέκι ή με άλλο κοφτερό εργαλείο του χεριού και με σφυροκόπημα ό.π.τ. : Είνται δύο νομάτοι, πελεκάνκαν αν ξύο (Είναι δύο άνθρωποι, πελεκούσαν ένα ξὐλο) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Χέρ γερί πελεκισμένο ήταν (Ήταν σκαλιστό από όλες τις μεριές) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371 Μέσα στο θάλ’ ήταν πελεκισμένο νανούδ’ (Μέσα στην πέτρα ήταν πελεκημένη μιά κούνια) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371 Συνών. γιοντώ, συγκόφτω, τασλαντίζω :2