συγκόφτω
(ρ.)
συνgόφτω
[siŋˈgofto]
Κίσκ., Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. συγκόπτω = κομματιάζω. Η σημ. ‘κόβω ύφασμα’ μεσν.
1. Κόβω ύφασμα για ραφή ρούχου
ό.π.τ.
2. Μορφοποιώ, διαμορφώνω
ό.π.τ.
:
Συ σύνgοπ τα. 'γώ ’ν ντα δεβάσω
(Εσύ μορφοποίησέ τα. Εγώ θα τα βάλω μέσα)
Φάρασ.
-Dawk.
β.
Πελεκώ
Φάρασ.
:
Σα οράνε μέσα ήτουν πολλά θάλε συγκομμένα
(Μέσα στα χαλάσματα ήταν πολλές πελεκημένες πέτρες
)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.