ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συγκόφτω (ρ.) συνgόφτω [siŋˈgofto] Κίσκ., Φάρασ. Από το αρχ. ρ. συγκόπτω = κομματιάζω. Η σημ. ‘κόβω ύφασμα’ μεσν.
1. Κόβω ύφασμα για ραφή ρούχου ό.π.τ.
2. Μορφοποιώ, διαμορφώνω ό.π.τ. : Συ σύνgοπ τα. 'γώ ’ν ντα δεβάσω (Εσύ μορφοποίησέ τα. Εγώ θα τα βάλω μέσα) Φάρασ. -Dawk.
β. Πελεκώ Φάρασ. : Σα οράνε μέσα ήτουν πολλά θάλε συγκομμένα (Μέσα στα χαλάσματα ήταν πολλές πελεκημένες πέτρες ) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.