ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συλλείτουργο (ουσ. ουδ.) συλλείτουργο [si'liturɣo] Γούρδ. συλλείτουργου [si'liturɣu] Μαλακ. συλλείτουργος [si'liturɣos] Αξ., Φάρασ. συλλείτριος [si'litrios] Αραβαν. σ̑ύλλειστρου ['ʃilistru] Μισθ. συλλείτρογος [siˈlitroɣos] Φάρασ. συλλείτροχος [siˈlitroxos] Φλογ. σουλλούτουργο [suˈluturɣo] Ποτάμ., Τζαλ. σουλλούτρουγο [suˈlutruɣo] Ανακ. Από το πρόθμ. συν-, το ουσ. λειτουργία και το παραγωγ. επίθμ. -ο. Δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το μεταγν. ουσ. συλλειτουργός = κληρικός που τελεί Θεία Λειτουργία μαζί με άλλον ή άλλους κληρικούς.
Μεγάλο μνημόσυνο με συνεστίαση ό.π.τ. : Σα σαράντα κάνκαμε συλλείτρογος (Σαράντα μέρες μετά το θάνατο κάναμε μνημόσυνο) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Φτένκαν ντα συλλείτουργος για τις μνημοράτοι (Έκαναν συλλείτουργο για τους πεθαμένους) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Φκιάισ̑καμ’ ένα σουλλούτουργο και φέρισκαμε σο σπίτι μ’ ένα ύψωμα (Κάναμε ένα συλλείτουργο και φέρναμε στο σπίτι μου ένα ύψωμα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326 Βγάλλουμ’ σ̑ύλλειστρου (Θα κάνουμε συλλείτουργο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. συλλειτουργιά