συμπέθερος
(ουσ. αρσ.)
συμπέθρους
[si'beθrus]
Φάρασ.
συbεσερός
[sibeseˈros]
Σίλ.
σ̑υμεερός
[ʃimeeˈros]
Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Τσαρικ.
συμερός
[simeˈros]
Μισθ.
συμμεχερός
[simeçeˈros]
Γούρδ.
Θηλ.
συbεσερά
[sibeseˈra]
Σίλ.
συμμεχερά
[simeçeˈra]
Γούρδ.
σ̑υμεγερά
[ʃimeʝeˈra]
Αξ.
σ̑υμεερά
[ʃimeeˈra]
Αραβαν., Τσαρικ.
συμπέθρα
[si'beθra]
Φάρασ.
Πληθ.
συμπεθεράδες
[simbeθeˈraðes]
Τελμ.
Από το μεσν. ουσ. συμπένθερος, συμπέθερος, το οπ. από το μεταγν. ουσ. συμπενθερός.
Συμπέθερος, συμπεθέρα
ό.π.τ.
:
Να σηκωχεί ο συμερό μας
(Να σηκωθεί ο συμπέθερός μας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συbεσερά μας ήρτι σ̑ήμερι
(Η συμπεθέρα μας ήρθε σήμερα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.