ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συμπέθερος (ουσ. αρσ.) συμπέθρους [si'beθrus] Φάρασ. συbεσερός [sibeseˈros] Σίλ. σ̑υμεερός [ʃimeeˈros] Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Τσαρικ. συμερός [simeˈros] Μισθ. συμμεχερός [simeçeˈros] Γούρδ. Θηλ. συbεσερά [sibeseˈra] Σίλ. συμμεχερά [simeçeˈra] Γούρδ. σ̑υμεγερά [ʃimeʝeˈra] Αξ. σ̑υμεερά [ʃimeeˈra] Αραβαν., Τσαρικ. συμπέθρα [si'beθra] Φάρασ. Πληθ. συμπεθεράδες [simbeθeˈraðes] Τελμ. Από το μεσν. ουσ. συμπένθερος, συμπέθερος, το οπ. από το μεταγν. ουσ. συμπενθερός.
Συμπέθερος, συμπεθέρα ό.π.τ. : Να σηκωχεί ο συμερό μας (Να σηκωθεί ο συμπέθερός μας) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συbεσερά μας ήρτι σ̑ήμερι (Η συμπεθέρα μας ήρθε σήμερα) Σίλ. -Κωστ.Σ.