συνοδιάτης
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
σ̑υνογιάτε
[ʃinoˈʝate]
Αξ.
συνοδάτ'
[sinoˈðat]
Σίλατ.
Από το ουσ. συνόδι και το παραγωγ. επίθμ. -άτης.
Πανηγυριστής
ό.π.τ.