ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σύντεκνος (ουσ. αρσ.) σύντεκνος ['sindeknos] Γούρδ., Σινασσ., Φάρασ. σ̑ύνdεκνος ['ʃindeknos] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Φλογ. σ̑ύνdεκνo ['ʃindeknο] Φερτάκ. σ̑ύνdεκνους ['ʃindeknus] Σίλ. σ̑ύdιgνους ['ʃindignus] Μαλακ. σύντικλους [ˈsindiklus] Αφσάρ. σύντικλου ['sindiklu] Μισθ. Από το μεταγν. ουσ. σύντεκνος = θετός αδερφός.
1. Κουμπάρος Γούρδ., κ.α., Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ. : Nα πάου μη ντου σύντικλου μ’ σου τοκάν (Θα πάω με τον κουμπάρο στο καφενείο) Μισθ. -Κοτσαν. Χέκαν του σύντικλου, βάφτιζιν ντα (Έβαζαν το νονό, το βάφτιζε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Μάκε, μάκε, συνdεκνού μάκε (Κόποι, κόποι, του κουμπάρου κόποι˙ Όταν κάποιος κουράζεται πολύ τρέχοντας εδώ κι εκεί για να ολοκληρώσει τις δουλειές του, θυμίζοντας τον κουμπάρο που για επτά μέρες εξυπηρετούσε τους μελλόνυμφους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. νονός :2, παραστεκάμενος, Πβ. συντέξα
β. Παιδί βοηθός του κουμπάρου κατά το γάμο Ανακ., Αφσάρ., Μαλακ., Φάρασ., Φλογ.
2. Νονός Αραβαν., Μισθ. Συνών. δεξάμενος, νονός :1, παππούς, τατάς