σύντεκνος
(ουσ. αρσ.)
σύντεκνος
['sindeknos]
Γούρδ., Σινασσ., Φάρασ.
σ̑ύνdεκνος
['ʃindeknos]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Φλογ.
σ̑ύνdεκνo
['ʃindeknο]
Φερτάκ.
σ̑ύνdεκνους
['ʃindeknus]
Σίλ.
σ̑ύdιgνους
['ʃindignus]
Μαλακ.
σύντικλους
[ˈsindiklus]
Αφσάρ.
σύντικλου
['sindiklu]
Μισθ.
Από το μεταγν. ουσ. σύντεκνος = θετός αδερφός.
1. Κουμπάρος
Γούρδ., κ.α., Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ.
:
Nα πάου μη ντου σύντικλου μ’ σου τοκάν
(Θα πάω με τον κουμπάρο στο καφενείο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χέκαν του σύντικλου, βάφτιζιν ντα
(Έβαζαν το νονό, το βάφτιζε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Μάκε, μάκε, συνdεκνού μάκε
(Κόποι, κόποι, του κουμπάρου κόποι˙ Όταν κάποιος κουράζεται πολύ τρέχοντας εδώ κι εκεί για να ολοκληρώσει τις δουλειές του, θυμίζοντας τον κουμπάρο που για επτά μέρες εξυπηρετούσε τους μελλόνυμφους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
νονός :2, παραστεκάμενος, Πβ.
συντέξα
β.
Παιδί βοηθός του κουμπάρου κατά το γάμο
Ανακ., Αφσάρ., Μαλακ., Φάρασ., Φλογ.