ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τατάς (ουσ. αρσ.) τατάς [taˈtas] Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. τατά [taˈta] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σατ., Σίλατ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. νταdάς [daˈdas] Τσουχούρ., Φάρασ. Κλητ. Εν. τατά [taˈta] Αξ., Γούρδ. Πληθ. τατάδοι [taˈtaði] Μαλακ., Τσουχούρ. τατάγε [taˈtaʝe] Αξ. Μεταγν. ουσ. τατᾶς (LSJ). Για τον τύπ. νταdάς, πβ. τουρκ. dede = πατέρας (για την ετυμολογ. σύνδεση με το τατᾶς, βλ. Nişanyan 2002-2022 και Symeonidis 1971-1972: 65, 131) και τουρκ διαλεκτ. dada και tada = μεγάλος αδελφός. Πβ. βαβάς
1. Πατέρας ό.π.τ. : Δώτζε μένα ο τατά μου την βασιλειά (Έδωσε σε μένα ο πατέρας μου την βασιλική εξουσία) Καππ. -Lag. Πήα μι ντου τατά μ' σου τσαρσί μπαζάρ' (Πήγα με τον πατέρα μου στο παζάρι) Μισθ. -Κοτσαν. Ο τατάς σου χετς τζ̑ο πην σην Ευρώπη (Ο πατέρας σου ποτέ δεν πήγε στην Ευρώπη) Φάρασ. -Παπαδ. Να πομείνει το μαλλί, να σωρέψει ο τατά μου, ντα πουλήσει τζαι να δώσει σι σένα το χρο του (Να μείνει το μαλλί, να το μαζέψει ο πατέρας μου, να το πουλήσει και να δώσει σε σένα το χρέος του) Σατ. -Παπαδ. Τάτα τ’ εδώ όταν ερχόταν τραγώιζι μισιώτικα (Ο πατέρας του όταν ερχόταν εδώ τραγουδούσε στη διάλεκτο του Μισθίου) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σηκούτουν του φσ̑αχού η μα, ο τατάς, η 'δεφή του, η θεία του χορεύανε (Σηκώνονταν του παιδιού η μάνα, ο πατέρας, η αδελφή του, η θεία του χορεύαν) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Nα με δώσ'ς του νταdά σου τη λαχτυλίδα (Να μου δώσεις το δαχτυλίδι του πατέρα σου) Φάρασ. -Dawk. Συ, ω νταdά βασιλέ, σύ 'πίταξές τα ατέ το παλληκάρι, να κόψωμε το τζ̑ουφάλιν ντου (Εσύ, ω πατέρα μου βασιλιά, εσύ διέταξες να κόψουμε το κεφάλι αυτού του παλληκαριού) Φάρασ. -Dawk. Οι τατάδοι μας πααίνκανι μο τον αραπά (Οι πατεράδες μας πήγαιναν με το κάρο) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Να σταθεί σου τατά του το πρόσωπο (Να σταθεί στου πατέρα του το πρόσωπο˙ να εναντιωθεί στον πατέρα του) Φάρασ. -Ανδρ. Η μα σου ένι σκόρντο, ο τατάς σου ένι κρομμύδι (Η μάνα σου είναι σκόρδο, ο πατέρας σου είναι κρεμμύδι˙ όταν κάποιος είναι φτωχός και από τους δυο του τους γονείς) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ατέ το φίλημα δίτω σε τα σου τατά μου τη μακαρία (Αυτό το φίλημα σου το δίνω για μνημόσυνο του πατέρα μου˙ όταν κάποιος έκανε ένα καλό χωρίς να το επιδιώκει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. α̈́ρ’ ν'dα κατένκα του χα χαθεί ο τατά μου, χα ν'dα δώσω σ’ αν γκακό κρομμύδι (Αν το ήξερα ότι θα πέθαινε ο πατέρας μου, θα τον πουλούσα για ένα καυτερό κρεμμύδι˙ ως απάντηση εκείνου που κατηγορείται ότι δεν προέβλεψε κάτι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Ο τατάς τον υιόν ντου χάρ’τσεν ντ’ αμbέλι του, ο υιός τον ντατάν του α ρω’ίν τζ̑ο δώτσ̑εν ντα (Ο πατέρας στον γιο του χάρισε το αμπέλι, ο γιος στον πατέρα του μιά ρώγα δεν του έδωσε˙ για την αχαριστία των παιδιών προς τους γονείς) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Νονός, ανάδοχος Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Φερτάκ., Φλογ. : Τατά μ’ Μακάριος (Ο νονός μου ο Μακάριος) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. δεξάμενος, νονός :1, παππούς, σύντεκνος :2
3. Γενικώς, προσφώνηση σε μεγάλης ηλικίας και αξιοσέβαστο άνθρωπο Γούρδ. Συνών. θείος :2, νταής :2