τατάκας
(ουσ. αρσ.)
τατάκας
[taˈtakas]
Σινασσ., Φάρασ.
τατάκ-κα
[taˈtak:a]
Αξ.
Από το ουσ. τατάς και το παραγωγ. επίθμ. -κας (βλ. Μαυροχαλυβίδης & Κεσίσογλου 1960: 46).
Τροποποιήθηκε: 21/04/2025