ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τατάκας (ουσ. αρσ.) τατάκας [taˈtakas] Σινασσ., Φάρασ. τατάκ-κα [taˈtak:a] Αξ. Από το ουσ. τατάς και το παραγωγ. επίθμ. -κας (βλ. Μαυροχαλυβίδης & Κεσίσογλου 1960: 46).
Θωπευτ. νονός, ανάδοχος Αξ., Φάρασ. : Τ' αδελφού τ' ο τατάκας (Ο νονός του αδελφού του) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. δεξάμενος, νονός :1, παππούς :2, σύντεκνος, τατάς :2