τατλούς
(επίθ.)
τατλούς
[tatˈlus]
Φάρασ.
τατλού
[tatˈlu]
Σίλ.
ντατλού
[datˈlu]
Σίλ.
ντατλι̂́
[datˈlɯ]
Ουλαγ.
Πληθ.
τατλούδα
[tatˈluða]
Τσουχούρ.
Aπό το τουρκ. επίθ. tatlı, όπου και διαλεκτ. τύπ. datlı = α) γλυκός, ευχάριστος β) νόστιμος γ) πόσιμος δ) ως ουσ. μέλι ε) πετιμέζι.
1. Νόστιμος, εύγευστος
Ουλαγ., Φάρασ.
:
Αμάν, ναίκα, τι ντατλι̂́ φαΐ 'ναι ιτό;
(Aμάν, γυναίκα, τι νόστιμο φαΐ είναι αυτό;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τα μιτσίκκα είντι τσ̑' άου τατλούδα, κατέστα τα 'δρά ετς τάτι τζὄχουνι
(Τα μικρά είναι πιο νόστιμα, ενώ τα μεγάλα δεν έχουν καθόλου γεύση)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
2. Γλυκός
Σίλ.
:
Μπάκμα, γαϊβέ νάχαλ τα σέλετι, σεκέρ νιούγου ή τατλού;
(Συγγνώμη, τον καφέ πώς τον θέλετε, με λίγη ζάχαρη ή γλυκό;)
Σίλ.
-Εκμεκ.
Συνών.
γλυκός
3. Ως ουσ., το γλυκό
Σίλ.
:
Πολύ τ’ αγαπά τα ντατλού
(Πολύ τα αγαπάει τα γλυκά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Ήφ'ρι μας πορτακάλ' τατλισί
(Μας έφερε γλυκό πορτοκάλι)
Σίλ.
-Καρίπ.