ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τατλούς (επίθ.) τατλούς [tatˈlus] Φάρασ. τατλού [tatˈlu] Σίλ. ντατλού [datˈlu] Σίλ. ντατλι̂́ [datˈlɯ] Ουλαγ. Πληθ. τατλούδα [tatˈluða] Τσουχούρ. Aπό το τουρκ. επίθ. tatlı, όπου και διαλεκτ. τύπ. datlı = α) γλυκός, ευχάριστος β) νόστιμος γ) πόσιμος δ) ως ουσ. μέλι ε) πετιμέζι.
1. Νόστιμος, εύγευστος Ουλαγ., Φάρασ. : Αμάν, ναίκα, τι ντατλι̂́ φαΐ 'ναι ιτό; (Aμάν, γυναίκα, τι νόστιμο φαΐ είναι αυτό;) Ουλαγ. -Κεσ. Τα μιτσίκκα είντι τσ̑' άου τατλούδα, κατέστα τα 'δρά ετς τάτι τζὄχουνι (Τα μικρά είναι πιο νόστιμα, ενώ τα μεγάλα δεν έχουν καθόλου γεύση) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
2. Γλυκός Σίλ. : Μπάκμα, γαϊβέ νάχαλ τα σέλετι, σεκέρ νιούγου ή τατλού; (Συγγνώμη, τον καφέ πώς τον θέλετε, με λίγη ζάχαρη ή γλυκό;) Σίλ. -Εκμεκ. Συνών. γλυκός
3. Ως ουσ., το γλυκό Σίλ. : Πολύ τ’ αγαπά τα ντατλού (Πολύ τα αγαπάει τα γλυκά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Ήφ'ρι μας πορτακάλ' τατλισί (Μας έφερε γλυκό πορτοκάλι) Σίλ. -Καρίπ.