τάτλι
(αριθμ.)
τάτλι
[ˈtatli]
Φάρασ.
τούτλι
[ˈtutli]
Μαλακ., Φάρασ.
Πεποιημένη λέξη η οποία εκφέρεται κατά το σχήματα ταυτολογίας σε λάχνισμα.
Λέξη η οποία σε λάχνισμα στη θέση του αριθμού έξι
ό.π.τ.