τάτι(2) (II) ( ουσ. ουδ.
)
τάτ͑ι
[ˈtatʰi]
Φάρασ.
Πληθ.
τάτ͑ε
[ˈtatʰe]
Φάρασ.
τάθε
['taθe]
Φάρασ.
...
τατλάημα
(ουσ. ουδ.)
τατλάιμα
[tatˈlaima]
Μισθ.
Από το θ. τατλα- του ρ. τατλαΐζω με παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και τύπ. -ημα.
Ο τραυλισμός
Μισθ.