ταστίζω
(ρ.)
τασ̑τι-έω
[taʃtiˈeo]
Φάρασ.
ντασ̑τίζω
[daˈʃtizo]
Μαλακ.
Αόρ.
τασ̑τι-έσα
[taʃtiˈesa]
Κίσκ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. taşmak (αόρ. taştı) = υπερχειλίζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. daşmak, με παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Αμτβ., ξεχειλίζω
ό.π.τ.
:
Το νερό τασ̑τι-έσε
(Το νερό ξεχείλισε)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.