ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τασιτίζω (ρ.) τασ̑ιτίζω [taʃiˈtizo] Φάρασ. τασ̑ιτάω [taʃiˈtao] Φάρασ. τασ̑ιτάγω [taʃiˈtiaɣo] Φάρασ. Από τον αόρ. taşıdı του τουρκ. ρ. taşımak με παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. τασ̑ιτάω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άω λόγω των ομόηχων αορ. δομών των ρ. -ίζω και -άω.
Χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι ό.π.τ. Συνών. γουλλαντίζω, δουλεύω :5