τασίπα
(επίρρ.)
τ͑ασίπ͑α
[tʰaˈsipʰa]
Φάρασ.
Από το επίθ. τασίπης, όπου και τύπ. τ͑ασίπ͑’, με παραγωγ. επίθμ. -α.
Με τρόπο λοξό, ανάποδα, στραβά
Φάρασ.