ταρός
(ουσ. αρσ.)
ταρός
[taˈros]
Αραβαν., Γούρδ., Σατ., Σεμέντρ., Φάρασ.
Πληθ.
ταρόζια
[taˈrozʝa]
Αραβαν.
Μεσν. ουσ. ταρός = ο χρόνος, η ώρα, το οπ. από το αρμεν. tar/ dar (դար) = αιώνας, περίοδος.
1. Ο καιρός ως συνεχής εξέλιξη και διαδοχή γεγονότων ή καταστάσεων, ο χρόνος
ό.π.τ.
:
Oύτσ̑α πέρνανε ταρός τουν γκαι ζομbόλειναν λίγο τα μεράχια τουν
(έτσι περνούσε ο καιρός του και ξεχνούσαν λίγο τους καημούς τους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Φρ.
Ο ταρός σο νdάιν τζ̑ό ’μbη
(Ο καιρός στο σακί δεν μπήκε˙ για τους βιαστικούς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Μη χάνετε τον ταρό σον άνεμο
(Μη χἀνετε τον καιρό σας στον άνεμο˙ Μην χάνετε τον καιρό σας)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
2. Ο καιρός, η χρονική περίοδος κατά την οποία συμβαίνει ένα γεγονός
ό.π.τ.
:
Ατζεί σον ταρό ο Χριστός πήγε σο Γεσθημανή το χωριό
(εκείνο τον καιρό, ο Χριστός πήγε στη Γεσθημανή, στο χωριό)
Καππ.
-Lag.
Ασ' Αdάμ και Εύας το ταρός ως τα μέρεζ μας
(από τον καιρό της Εύας ως τις μέρες μας)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μο d’ αν νταρός α τζ̑υνογάρ’ γκατιέσεν αν ’αγός
(κάποια χρονική στιγμή (κάποτε) ένας κυνηγάρης (αετός) καταδίωξε ένα λαγό)
Φάρασ.
-Dawk.
Ήρτεν ταρός να γεννήσω τα οβγά μ’ και να κάτσω απάνω τουν
(ήρθε ο καιρός να γεννήσω τα αβγά μου και να κάτσω πάνω τους)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Εκεί τα ταρόζια Ελενίτσας τα πράφτερα ούλ-λο ένα ορμάν ντουν
(εκείνα τα χρόνια οι πρόποδες της Ελενίτσας ήταν όλο ένα δάσος)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'στέρου ήρτ' ο ταρός τσ' ’εντ’σαν ντ' η ναίκα του και τ' άβγον του
(έπειτα ήρθε ο καιρός και γέννησαν κι η γυναίκα του και το άλογο του)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σον παλό τον ταρό ήτουν α βασιλός τζ΄ είσεν τρία γιοι
(τον παλιό καιρό ήταν ένας βασιλιάς και είχε τρεις γιους)
Σατ.
-Παπαδ.
|| Φρ.
Σον νταρόν γκορά
(στον καιρό σύμφωνα˙ κατά τον καιρό, κάποτε)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Του Φαρχόκκου ο ταρός
(του Φαρκόκου ο καιρός˙ η περίοδος ύστερα από τον τρύγο των αμπελιών, από τις 15 Σεπτεμβρίου έως τις 20 Οκτωβρίου, στη διάρκεια της οποίας τις Κυριακές ή τις γιορτινές μέρες τα παιδιά σχημάτιζαν ομάδες αγοριών και κοριτσιών και έχοντας μαζί τους τρόφιμα επισκέπτονταν διάφορες εκκλησίες, όπου και μαγείρευαν αλλά και έπαιζαν ή χόρευαν)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
|| Παροιμ.
Αφρούκα αφρούκα 'α νάρτει αν νταρός, τα ισάνε 'α κάτσουν σου φακουδού τη στσ̑άϊδη
(σιγά σιγά θα έρθει ένας καιρός που οι άνθρωποι θα κάτσουν στης φακής τον ίσκιο˙ η δυσοίωνη πρόβλεψη των γεροντότερων ότι το ανθρώπινο είδος θα γίνει τόσο αδύναμο ώστε το φυτό της φακής θα φαντάζει δέντρο για τους ανθρώπους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το κεσκίνιν ντο μασ̑αίρι κόφτει, ζαΐρ ’α νά ’ρτει τσ̑’ αν νταρός ’α κορευτεί
(το κοφτερό το μαχαίρι κόβει, όμως θα έρθει ο καιρός να στομώσει˙ για τους δυνατούς που κάποτε χάνουν τη δύναμη τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αραλίκι, σαάτι, ώρα
3. Οι καιρικές συνθήκες
Φάρασ.
:
|| Ασμ.
Τζ̑ι ’ύρτσ’ ο Θεός τον ταρόν σο σεπκίνι
λίμλωσ’ ο κόσμος, τζ̑ι ’ενόντουνα λίμλη ( Κι γύρισε ο θεός τον καιρό σε θύελλα
λίμνασε ο κόσμος, κι έγινε λίμνη) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. καιρός, χαβάς
λίμλωσ’ ο κόσμος, τζ̑ι ’ενόντουνα λίμλη ( Κι γύρισε ο θεός τον καιρό σε θύελλα
λίμνασε ο κόσμος, κι έγινε λίμνη) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. καιρός, χαβάς
Συνών.
καιρός