ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταρνεύω (ρ.) ταρνεύω [tarˈnevo] Φάρασ. Από το επίθ. ταρνός και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Πβ. ποντ. ταρνάζω = κινούμαι γρήγορα, για το οπ. έχει προταθεί ως πιθ. η ετυμολόγηση από το αρμεν. ρ. tar’nam = επιστρέφω (Καραποτόσογλου 1982: 240).
Σπεύδω, βιάζομαι Φάρασ. : Με πώς ταρνεύεις; (Γιατί βιάζεσαι;) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Παροιμ. Ότις ταρνεύει χαπαχούται (όποιος βιάζεται, πέφτει μπρούμυτα˙ όποιος ενεργεί γρήγορα και με απερισκεψία, αποτυγχάνει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.