οβετλεντίζω
(ρ.)
ο̈βετλενdίζω
[øvetlenˈdizo]
Αραβαν.
γιβετλενdώ
[ʝivetlenˈdo]
Σίλ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. ivetlemek, όπου και διαλεκτ. τύπ. övetlemek = βιάζομαι (TSS, λ. ivetlemek, THADS, λ. övetlemek I).
Βιάζομαι
ό.π.τ.
:
Γιβετλενdζιόσκαμι να φτάσωμ' 'ς χωριό
(Βιαζόμασταν να φτάσουμε στο χωριό)
Σίλ.
-Λεύκωμα
Συνών.
σπουδάζω