ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οβετλεντίζω (ρ.) ο̈βετλενdίζω [øvetlenˈdizo] Αραβαν. γιβετλενdώ [ʝivetlenˈdo] Σίλ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. ivetlemek, όπου και διαλεκτ. τύπ. övetlemek = βιάζομαι (TSS, λ. ivetlemek, THADS, λ. övetlemek I).
Βιάζομαι ό.π.τ. : Γιβετλενdζιόσκαμι να φτάσωμ' 'ς χωριό (Βιαζόμασταν να φτάσουμε στο χωριό) Σίλ. -Λεύκωμα Συνών. σπουδάζω