ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οβελετίζω (ρ.) οβελετίζω [oveleˈtizo] Φάρασ. οβα̈λα̈τίζω [ovælæˈtizo] Αφσάρ. οβα̈λα̈τώ [ovælæˈto] Αφσάρ. οφελετάου [ofeleˈtau] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. ovalamak = τρίβω, θρυμματίζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. övelemek (Tietze 2019: λ. ovala-, öfele-), πβ. και τουρκ. ρ. ufalamak = θρυμματίζω.
1. Τρίβω και πιέζω με το χέρι Φάρασ.
2. Θρυμματίζω ό.π.τ.
3. Πλάθω ζυμάρι ή πηλό για να κάνω σβώλους ό.π.τ.