ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιβιρντίζω (ρ.) γι̂βι̂ρντίζου [ɣɯvɯrˈdizu] Μισθ. γουβουρντίζου [ɣuvurˈdizu] Μισθ. γουβουρτίζου [ɣuvurˈtizu] Τσουχούρ. γουβρουdίζου [ɣuvruˈdizu] Μισθ. γ̇ιβιρντάω [ɣivirˈdao] Φάρασ. γιβιρντάου [ʝivirˈdau] Φάρασ. χ̇ιβιρτάω [xivirˈtao] Φάρασ. γουβουρντώ [ɣuvurˈdo] Μισθ. Αόρ. χιβέρτ'σα [çiˈvertsa] Φάρασ. γουβούρσα [ɣuˈvursa] Μισθ. γουβούρτσ̑α [ɣuˈvurtʃa] Μισθ. Προστ. κιβούρντα [ciˈvurda] Τροχ. Από το τουρκ. ρ. kıvırmak (αόρ. kıvırdı) = α) συστρέφω β) διπλώνω γ) στριφώνω δ) κάνω τσαλίμια, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. γουβρουdίζου με μετάθ. του [r].
1. Μτβ., στρίβω, γυρίζω ό.π.τ. : χ̇ιβέρτ’σα τα πγιέχε (Έστριψα το μουστάκι) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Γουβούρεινα 'γώ ντα γουργούρια τ'νι αχτσά (Έστριβα εγώ τα λαρύγγια τους έτσι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κιβούρντα το βραχένι σο τροχουλιά, ήλεγαμ', να σαρντίσεις το σάλ' (Γύρνα το χερούλι στο αντί, λέγαμε, να τυλίξεις το ύφασμα) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. γυρίζω, μπιουκτώ :1
β. Ειδικότ., στρίβω το νήμα Μισθ.
γ. Ειδικότ., βιδώνω Φάρασ.
δ. Πλάθω Μισθ. : Μάνα σ' γουβουρντίζ' ντα πολύ (Η μητέρα σου (τα γιουβαρλάκια) τα πλάθει πολύ ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
ε. Μτφ., αλλάζω, μεταβάλλω Μισθ. : Ελληνικά! Γουβούρντα λίου ντου γλώσσα σ', είπαμ' ντου, αλλά ντεν μπορείς να γουβουρντίεις (Ελληνικά! Άλλαξε λίγο την γλώσσα σου, το είπαμε, αλλά δεν μπορείς να την αλλάξεις ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Αμτβ., γυρίζω Μισθ. : Πιάσιν τσι γουβούρσιν ντου νταχτύλι μ’ (Πιάστηκε και γύρισε το δάχτυλο μου) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. κλώθω