γιβιρντίζω
(ρ.)
γι̂βι̂ρντίζου
[ɣɯvɯrˈdizu]
Μισθ.
γουβουρντίζου
[ɣuvurˈdizu]
Μισθ.
γουβουρτίζου
[ɣuvurˈtizu]
Τσουχούρ.
γουβρουdίζου
[ɣuvruˈdizu]
Μισθ.
γ̇ιβιρντάω
[ɣivirˈdao]
Φάρασ.
γιβιρντάου
[ʝivirˈdau]
Φάρασ.
χ̇ιβιρτάω
[xivirˈtao]
Φάρασ.
γουβουρντώ
[ɣuvurˈdo]
Μισθ.
Αόρ.
χιβέρτ'σα
[çiˈvertsa]
Φάρασ.
γουβούρσα
[ɣuˈvursa]
Μισθ.
γουβούρτσ̑α
[ɣuˈvurtʃa]
Μισθ.
Προστ.
κιβούρντα
[ciˈvurda]
Τροχ.
Από το τουρκ. ρ. kıvırmak (αόρ. kıvırdı) = α) συστρέφω β) διπλώνω γ) στριφώνω δ) κάνω τσαλίμια, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. γουβρουdίζου με μετάθ. του [r].
1. Μτβ., στρίβω, γυρίζω
ό.π.τ.
:
χ̇ιβέρτ’σα τα πγιέχε
(Έστριψα το μουστάκι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
Γουβούρεινα 'γώ ντα γουργούρια τ'νι αχτσά
(Έστριβα εγώ τα λαρύγγια τους έτσι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Κιβούρντα το βραχένι σο τροχουλιά, ήλεγαμ', να σαρντίσεις το σάλ'
(Γύρνα το χερούλι στο αντί, λέγαμε, να τυλίξεις το ύφασμα)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
γυρίζω, μπιουκτώ :1
β.
Ειδικότ., στρίβω το νήμα
Μισθ.
γ.
Ειδικότ., βιδώνω
Φάρασ.
δ.
Πλάθω
Μισθ.
:
Μάνα σ' γουβουρντίζ' ντα πολύ
(Η μητέρα σου (τα γιουβαρλάκια) τα πλάθει πολύ
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
ε.
Μτφ., αλλάζω, μεταβάλλω
Μισθ.
:
Ελληνικά! Γουβούρντα λίου ντου γλώσσα σ', είπαμ' ντου, αλλά ντεν μπορείς να γουβουρντίεις
(Ελληνικά! Άλλαξε λίγο την γλώσσα σου, το είπαμε, αλλά δεν μπορείς να την αλλάξεις
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Αμτβ., γυρίζω
Μισθ.
:
Πιάσιν τσι γουβούρσιν ντου νταχτύλι μ’
(Πιάστηκε και γύρισε το δάχτυλο μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
κλώθω