γιγιλτώ
(ρ.)
γιγιλτώ
[ʝiʝilˈto]
Σινασσ.
Αόρ.
γιγίλτ'σα
[ʝiˈʝiltsa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ρ. yığılmak = σωρεύομαι, παθ. του ρ. yığmak =σωρεύω.
Πβ.
γιγντίζω
Συσσωρεύομαι, στοιβάζομαι
:
Το σ̑όνι γιγίλτ'σεν ίσαμε το γόνατο
(Το χιόνι συσσωρεύτηκε, στρώθηκε, μέχρι το γόνατο)
Σινασσ.
-Λεύκωμα