γιγίνι
(ουσ. ουδ.)
γιγίνι
[ʝiˈɣini]
Αφσάρ.
γιγι̂́ν'
[ʝiˈɣɯn]
Μισθ., Ουλαγ., Τζαλ.
γεγίνι
[ʝeˈɣini]
Φάρασ.
γεγι̂́ν'
[ʝeˈɣɯn]
Μισθ.
γεγούν'
[ʝeˈɣun]
Μισθ.
'εγι̂́ν'
[eˈɣɯn]
Ανακ.
γιαγίνι
[ʝaˈʝini]
Φάρασ.
Πληθ.
γι̂γι̂́νια
[ʝɯˈɣɯŋa]
Αραβαν.
Aπό το τουρκ. ουσ. yığın = σωρός, όπου και διαλεκτ. τύπ. yeğin.