ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιγίνι (ουσ. ουδ.) γιγίνι [ʝiˈɣini] Αφσάρ. γιγι̂́ν' [ʝiˈɣɯn] Μισθ., Ουλαγ., Τζαλ. γεγίνι [ʝeˈɣini] Φάρασ. γεγι̂́ν' [ʝeˈɣɯn] Μισθ. γεγούν' [ʝeˈɣun] Μισθ. 'εγι̂́ν' [eˈɣɯn] Ανακ. γιαγίνι [ʝaˈʝini] Φάρασ. Πληθ. γι̂γι̂́νια [ʝɯˈɣɯŋa] Αραβαν. Aπό το τουρκ. ουσ. yığın = σωρός, όπου και διαλεκτ. τύπ. yeğin.
1. Σωρός ό.π.τ. : Συνεσωρεύτην 'ς ε γεγίνι τζ̑αι ψόφτσεν, πήε (Σωριάστηκε (το φίδι) σ' ένα σωρό και ψόφησε, πάει) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Φτένκαμ’ τα γιαγίνι τα σταφύλε (Τα κάναμε σωρό τα σταφύλια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. βοκόνι, ιστίφ, κουμούλι
2. Θημωνιά Τζαλ., Φάρασ. Συνών. βοκόνι, σαχράς, χορταριά