κουμούλι
(ουσ. ουδ.)
κουμούλι
[kuˈmuli]
Φάρασ.
κουμbούλι
[kumˈbuli]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. κουμούλι (Λεξ. Μεούρσ.), υποκορ. του μεταγν. ουσ. κούμουλον < λατιν. cumulus. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kumul και kumbuli = στοίβα, δάνεια από την ελλ. (Tzitzilis 1987α: 71).