ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουμούλι (ουσ. ουδ.) κουμούλι [kuˈmuli] Φάρασ. κουμbούλι [kumˈbuli] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. κουμούλι (Λεξ. Μεούρσ.), υποκορ. του μεταγν. ουσ. κούμουλον < λατιν. cumulus. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kumul και kumbuli = στοίβα, δάνεια από την ελλ. (Tzitzilis 1987α: 71).
Σωρός, στοίβα Συνών. βοκόνι :2, γιγίνι :1, ιστίφ
Τροποποιήθηκε: 23/05/2025