κουντεντερές
(ουσ. αρσ.)
κουντεdερές
[kudedeˈres]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. gündönderen = ηλιοτρόπιο (βλ. THADS, λ. gündöndü I).
Ηλιοτρόπιο
Συνών.
ντεβέκαμπερ