ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κούντε (επίρρ.) κούνdε [ˈkunde] Τελμ., Φλογ. κουνdέ [kunˈde] Σινασσ. Από το τουρκ. επίρρ. günde = κάθε μέρα, όπου και διαλεκτ. τύπ. künde (THADS, λ. künde VI).
Καθημερινά, κάθε μέρα Τελμ. : Δεν έτονε μιά και δυό, κούντε χαλασμένο έβρισκάν το (Δεν ήταν μιά και δύο φορές, κάθε μέρα το έβρισκαν χαλασμένο) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Κούντε τρέχει το νερό (Κάθε μέρα τρέχει το νερό) Τελμ. -Νίγδελ.Λ. Aνεβαίνισκεν κουντέ απάνω στο ντου μ’ στο παχτσέ μ’ και χεμ ντούτις έτρωγεν χεμ κλαδιά τσάκωσεν (Aνέβαινε κάθε μέρα πάνω στη μουριά στον κήπο μου, και έτρωγε μουρά και έσπαγε και τα κλαδιά ) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. ολονμέρα