κουμούλα
(ουσ. θηλ.)
κουμπούλα
[kumˈbula]
Φάρασ.
καμβούα
[kamˈvua]
Φάρασ.
Aπό το ουσ. κουμούλι και το μεγεθ. επίθμ. -α.
Κορυφή