κουμασιώνα
(ουσ. θηλ.)
κουμασ̑ώνα
[kumaˈsçona]
Μισθ.
κιουμασ̑ώνα
[cumaˈsçona]
Μισθ.
κ͑ουμεσ̑ώνα
[kʰumeˈsçona]
Μισθ.
Από το ουσ. κουμάσι 2, όπου και τύπ. κιουμάσα, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Κοτέτσι
:
Έφ'χι, σέμη 'ς κουμασ̑ώνα
(Έφυγε, μπήκε στο κοτέτσι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ