ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουλπ (ουσ. ουδ.) Πληθ. κουλπέα [kulˈpea] Αξ. Πιθ. από το τουρκ. ουσ. kulp = α) λαβή β) πιάσιμο γ) μανίκι.
Οι κρεμασμένες αρμαθιές των προς αποξήρανση καπνόφυλλων : Τα τιτίνια φέρισ̑καμ’ ’ς το σπίτ’, δένισ̑καμ’ τα, βολόνιζαμ’ τα, χέκισ̑καμ’ τα ’ς ένα ράμμα, κρέμαζαμ’ τα, ξέρωναν· σ̑άνισ̑καμ’ τα κουλπέα (Τα φύλλα του καπνού τα φέρναμε στο σπίτι, τα δέναμε, περνούσαμε την βελόνα, τα περνούσαμε σε μια κλωστή, τα κρεμούσαμε, αποξηραίνονταν· τα κάναμε αρμαθιές) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555
Τροποποιήθηκε: 24/08/2025