ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουλούρι (ουσ. ουδ.) κουλούρι [kuˈluri] Σίλ., Σινασσ. κουλούρ' [kuˈlur] Μισθ. κ’λούρι [ˈkluri] Φερτάκ. κ’λούρ’ [klur] Ανακ., Αξ., Μισθ., Σεμέντρ., Σινασσ., Φερτάκ. κούρι [ˈkuri] Τσουχούρ., Φάρασ. Πληθ. κουλούρια [kuˈlurʝa] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. κουλλούρι < μεταγν. κολλούριον. Ο τύπ. κούρι με ομαλή αποβολή μεσοφωνηεντικού [l]. Κατά τον Κρινόπουλο (1889: 51) η σημ. 4 από κλειδούριον = κλείδωση.
1. Φραντζόλα ή κουλούρα ψωμιού Ανακ., Αξ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. : Ντυό τρία μπελίτσ̑α κουλούρια τρώιξαν ντα κ’λάτσ̑α (Δυό τρία κομμάτια ψωμιού έτρωγαν τα παιδιά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Στέρου το φσ̑όκκο τσ̑αι το κορτζόκκο έφαγαν ντο κούρι (Ύστερα το αγόρι και το κοριτσάκι έφαγαν την φραντζόλα) Φάρασ. -Dawk. Ντώσ' ερυό κ'λούρια (Δώσε δύο κουλούρια) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 || Φρ. Τεγογιού κ'λούρ' (Κουλούρι του Θεού˙ είδος ορεινού άνθους) Φερτάκ. -Κρινόπ.
β. Ειδικότ., το τσουρέκι Σίλ., Φάρασ.
2. Κερί χυμένο σε σχήμα κουλούρας Αξ.
3. Στρογγυλή κερήθρα από κυλινδρική κυψέλη Μισθ.
4. Είδος παλιάς κλειδαριάς από μονοκόμματο ξύλο με τρεις υποδοχές όπου κούμπωναν οι τρεις εξοχές του μάνταλου Αξ., Μισθ. Συνών. κολόκα
5. Ο ήχος, το κλακ που παράγεται από την σύσπαση του μεγάλου με τον μέσο δάχτυλο Σινασσ., Φερτάκ.