κουλλάντηρα
(ουσ. ουδ.)
κουλλάdηρα
[kuˈladira]
Φλογ.
Από το μεταγν. ουσ. κολλητήριον = κόλλα (LSJ).
Κόμμι δένδρων
Πβ.
μέλι, Συνών.
μελοκλάνταρο