κουλούρα
(ουσ. θηλ.)
κούρα
[ˈkura]
Αφσάρ.
Aπό το μεσν. ουσ. κουλλούρα < μεταγν. κολλούρα < αρχ. κολλύρα. Ο τύπ. κούρα με ομαλή αποβολή μεσοφωνηεντικού [l].
Κουλούρα