ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουμαντάρης (ουσ. αρσ.) Πληθ. κουμανdάροι [kumanˈdari] Φάρασ. Από το ουσ. κουμάντο και το παραγωγ. επίθμ. -άρης.
Κουμανταδόρος : || Παροιμ. Τσ̑άπ' είνdαι πουά κουμανdάροι, 'σ' τα σ̑έρε τουν έργον τζ̑ό 'ρτσεται (Όπου υπάρχουν πολλοί κουμανταδόροι, δουλειά δεν βγαίνει από τα χέρια τους˙ ένας πρέπει να παίρνει αποφάσεις για να τελειώσει ένα έργο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.