κουμαντάρης
(ουσ. αρσ.)
Πληθ.
κουμανdάροι
[kumanˈdari]
Φάρασ.
Από το ουσ. κουμάντο και το παραγωγ. επίθμ. -άρης.
Κουμανταδόρος
:
|| Παροιμ.
Τσ̑άπ' είνdαι πουά κουμανdάροι, 'σ' τα σ̑έρε τουν έργον τζ̑ό 'ρτσεται
(Όπου υπάρχουν πολλοί κουμανταδόροι, δουλειά δεν βγαίνει από τα χέρια τους˙ ένας πρέπει να παίρνει αποφάσεις για να τελειώσει ένα έργο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.