κουλουρώνω
(ρ.)
κ’λουρώνω
[kluˈrono]
Σίλ.
Από το νεότ. ρ. κουλουρώνω = συστρέφω (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ουσ. κουλούρι όπου και τύπ. κ’λούρ’ και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω. Εναλλακτικά, από το ρ. κλειδώνω με ομαλή για το ιδ. τροπή [ð] > [r].
Κλείνω
Πβ.
κουλούρι