κουμάρι
(ουσ. ουδ.)
qουμάρ'
[quˈmar]
Μαλακ.
χουμάρι
[xuˈmari]
Ποτάμ., Σεμέντρ., Τσελτ., Φάρασ.
γουμάρ'
[ɣɯˈmar]
Αξ., Σίλατ., Τροχ.
qομάρ'
[qoʹmar]
Φλογ.
χομάρ'
[xoˈmar]
Μισθ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. kumar = τζόγος, όπου και διαλεκτ. τύπ. humar.
1. Τζόγος, τυχερά παιχνίδια
ό.π.τ.
:
Παίζ’νι χομάρ'
(Χαρτοπαίζουν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Ειδικότ., τυχερό παιχνίδι που παίζεται με αστραγάλους
Αξ., Σίλατ., Τροχ., Φλογ.
:
Σο χωριό μας κειότου κι ένα κοτί ατέτ': νύχτα ως σο να φωτίζ̑' παίγισκαν χαρτιά με τα παράδια, qομάρ', με τα κότσιλα
(Στο χωριό μας υπήρχε και μιά κακή συνήθεια: τη νύχτα ως που να ξημερώσει έπαιζαν χαρτιά με χρήματα, τζόγο, με τα κότσια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811