ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουμάρι (ουσ. ουδ.) qουμάρ' [quˈmar] Μαλακ. χουμάρι [xuˈmari] Ποτάμ., Σεμέντρ., Τσελτ., Φάρασ. γουμάρ' [ɣɯˈmar] Αξ., Σίλατ., Τροχ. qομάρ' [qoʹmar] Φλογ. χομάρ' [xoˈmar] Μισθ. Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. kumar = τζόγος, όπου και διαλεκτ. τύπ. humar.
1. Τζόγος, τυχερά παιχνίδια ό.π.τ. : Παίζ’νι χομάρ' (Χαρτοπαίζουν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Ειδικότ., τυχερό παιχνίδι που παίζεται με αστραγάλους Αξ., Σίλατ., Τροχ., Φλογ. : Σο χωριό μας κειότου κι ένα κοτί ατέτ': νύχτα ως σο να φωτίζ̑' παίγισκαν χαρτιά με τα παράδια, qομάρ', με τα κότσιλα (Στο χωριό μας υπήρχε και μιά κακή συνήθεια: τη νύχτα ως που να ξημερώσει έπαιζαν χαρτιά με χρήματα, τζόγο, με τα κότσια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811