κουλούντζι
(ουσ. ουδ.)
κουλούντζ'
[kuˈlundz]
Ανακ.
γουλούνdζι
[ɣuˈlundzi]
Μισθ.
γουλούντζ'
[ɣuˈlundz]
Αξ., Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. κουλούτσι (Μηνάς 2012: 249), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kulunç = δυνατός πόνος στην ωμοπλάτη, λουμπάγκο.
1. Μούδιασμα ή νευρόπονος στην πλάτη
Αξ., Μισθ.