ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουλούντζι (ουσ. ουδ.) κουλούντζ' [kuˈlundz] Ανακ. γουλούνdζι [ɣuˈlundzi] Μισθ. γουλούντζ' [ɣuˈlundz] Αξ., Μισθ. Από το νεότ. ουσ. κουλούτσι (Μηνάς 2012: 249), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kulunç = δυνατός πόνος στην ωμοπλάτη, λουμπάγκο.
1. Μούδιασμα ή νευρόπονος στην πλάτη Αξ., Μισθ.
2. Κρυολόγημα Ανακ. Συνών. κρύος, σοβουκλούχ