σοβουκλούχ
(ουσ. ουδ.)
σοβουκλούχ
[sovuˈklux]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. soğukluk = κρυολόγημα, όπου και διαλεκτ. τύπ. sovukluk (TSS, λ. sovukluk I).
Κρυολόγημα στο οποίο απέδιδαν την αποβολή από αγελάδες