σογουλντίζω
(ρ.)
σογουλντίζου
[soɣul'dizu]
Μισθ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. soğulmak = α) αφαιρώ το νερό ή το γάλα β) ξηραίνω, το οπ. από παλ. τουρκ. sugulmak = απογαλακτίζω.