ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σογουλντίζω (ρ.) σογουλντίζου [soɣul'dizu] Μισθ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. soğulmak = α) αφαιρώ το νερό ή το γάλα β) ξηραίνω, το οπ. από παλ. τουρκ. sugulmak = απογαλακτίζω.
Απογαλακτίζω ζώο : Σογουλντίζουν τα πρόγαdα (Απογαλακτίζουν τα πρόβατα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. αποκόφτω, Πβ. κόφτω