σοϊλής
(ουσ. αρσ.)
σοϊλής
[soiˈlis]
Σινασσ.
Από το τουρκ. επίθ. soylu = αριστοκράτης, ευγενής, αριστοκρατικός.
Άνθρωπος από καλό σόι
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025