σοκάκι
(ουσ. ουδ.)
σοκάχ'
[soˈkax]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ.
σοqάχ'
[soˈqax]
Αξ., Φλογ.
σοκάκ'
[soˈkak]
Σινασσ., Τροχ.
σοχάχ̇ι
[sοˈxaxi]
Σατ., Φάρασ.
σοχάχ'
[sοˈxax]
Σινασσ.
σοκάχια
[soˈkaça]
Μαλακ., Μισθ.
σοχάχα
[so'xaxa]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. σοκάκι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. sokak = δρόμος, όπου και διαλεκτ. τύπ. sohah.
1. Δρόμος, οδός
ό.π.τ.
:
Εgεί σο σοqάχ κειότονε ένα μερμεριού χτερ
(σε αυτόν τον δρόμο υπήρχε ένα κομμάτι από μάρμαρο)
Φλογ.
-Dawk.
Μότ παίν σο σοqάχ, τα φσ̑άχα παίισ̑καν κότσ̑ιλα
(καθώς πηγαίνει κατά μήκος του δρόμου, τα παιδιά έπαιζαν κότσιλα)
Φλογ.
-Dawk.
Κλώχιξις μαχαλαϊού ντά σοκάχια
(γύριζες στους δρόμους της γειτονιάς )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Εδώ να νεγκώσουμε αν κούτι σου χωρού τα σοχάχα
(έλα για λίγο να κάνουμε ένα γύρο στα σοκάκια του χωριού)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Νύχτα γιούκ’σα ένα σέι σοκάχ’
(Την νύχτα άκουσα κάτι στον δρόμο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Στενός διάδρομος υπογείου
Τροχ.