ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σοκάκι (ουσ. ουδ.) σοκάχ' [soˈkax] Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ. σοqάχ' [soˈqax] Αξ., Φλογ. σοκάκ' [soˈkak] Σινασσ., Τροχ. σοχάχ̇ι [sοˈxaxi] Σατ., Φάρασ. σοχάχ' [sοˈxax] Σινασσ. σοκάχια [soˈkaça] Μαλακ., Μισθ. σοχάχα [so'xaxa] Φάρασ. Νεότ. ουσ. σοκάκι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. sokak = δρόμος, όπου και διαλεκτ. τύπ. sohah.
1. Δρόμος, οδός ό.π.τ. : Εgεί σο σοqάχ κειότονε ένα μερμεριού χτερ (σε αυτόν τον δρόμο υπήρχε ένα κομμάτι από μάρμαρο) Φλογ. -Dawk. Μότ παίν σο σοqάχ, τα φσ̑άχα παίισ̑καν κότσ̑ιλα (καθώς πηγαίνει κατά μήκος του δρόμου, τα παιδιά έπαιζαν κότσιλα) Φλογ. -Dawk. Κλώχιξις μαχαλαϊού ντά σοκάχια (γύριζες στους δρόμους της γειτονιάς ) Μισθ. -Κοτσαν. Εδώ να νεγκώσουμε αν κούτι σου χωρού τα σοχάχα (έλα για λίγο να κάνουμε ένα γύρο στα σοκάκια του χωριού) Φάρασ. -Παπαδ. Νύχτα γιούκ’σα ένα σέι σοκάχ’ (Την νύχτα άκουσα κάτι στον δρόμο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Στενός διάδρομος υπογείου Τροχ.